πυρώσεις

πυρώσεις
πύρωσις
firing
fem nom/voc pl (attic epic)
πύρωσις
firing
fem nom/acc pl (attic)
πυρόω
burn with fire
aor subj act 2nd sg (epic)
πυρόω
burn with fire
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρουργός — ο, ΝΑ, και σιδηριουργός Α τεχνίτης ασχολούμενος με την κατεργασία τού σιδήρου και τού χάλυβα με διαδοχικές πυρώσεις και σφυρηλατήσεις για τη διαμόρφωσή τους σε μεταλλικά προϊόντα, όπως εργαλεία, οικιακά σκεύη, πέταλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”